χλιόωντι

χλιόωντι
χλιάω
to be warm
pres part act masc/neut dat sg (epic)
χλιάζω
warmth
fut part act masc/neut dat sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χλιόεις — εσσα, εν, Α χλιαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιά + κατάλ. όεις*. Η ύπαρξη τού τ. υποτίθεται με βάση τον τ. χλιόεντι, ο οποίος αποτελεί διαφορετική ανάγνωση τού τ. χλιόωντι (βλ. λ. χλιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • χλιώ — άω, Α χλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για άλλο τ. τού ρ. χλιαίνω, κατά τα συνηρημένα σε ῶ/ άω, που απαντά μόνο στον επικό τ. μτχ. χλιόωντι (βλ. και λ. χλιόεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”